Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσάρκα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσάρκα η [tsárka] Ο25α : (λαϊκ.) βόλτα, περίπατος: Bγαίνω / πάω ~. Kάνω τσάρκες στο δρόμο.

[τουρκ. çarka `περιπολία ελαφρού πεζικού μπροστά από το κύριο στράτευμα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες