Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσάκιση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσάκιση η [tsákisi] Ο33 : α. το σημείο όπου διπλώνει το ύφασμα, καθώς και το σημάδι που γίνεται με το σιδέρωμα: Οι τσακίσεις του παντελονιού του είναι πάντοτε καλοσιδερωμένες. H ~ του πέτου. β. ζάρα σε ύφασμα: Πρόσεξε να μην κάνει ~ ο γιακάς / το μανίκι.

[τσακι- (τσακίζω) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες