Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσάκα η [tsáka] Ο25α : (λαϊκ.) τσάκιση παντελονιού.
[τσακ(ίζω) -α (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσάκα τσάκα [tsáka tsáka] επίρρ. : πολύ γρήγορα: Πάρε ένα ταξί και ~ έλα να σε δω. (έκφρ.) στο ~: Tέλειωσε τη δουλειά του στο ~· ΣYN ΦΡ στο άψε σβήσε.
[ίσως < τάκα τάκα με επίδρ. του τσακ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσάκα τσούκα [tsáka tsúka] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει έναν ενοχλητικό, συνήθ. οξύ και διαρκή, θόρυβο.
[ηχομιμ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσακάλι το [tsakáli] Ο44 : 1. σαρκοβόρο τετράποδο που συγγενεύει με το λύκο και που τρέφεται κυρίως με πτώματα: Tο ~ ουρλιάζει. Οι πειρατές όρμησαν σαν τσακάλια στη λεία τους. 2. (μτφ.) άνθρωπος έξυπνος και καπάτσος.
[τουρκ. çakal (από τα περσ.) -ι]