Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσάι το [tsái] Ο45 : Iα. τα αποξηραμένα φύλλα του ομώνυμου αρωματικού φυτού που καλλιεργείται στην Aνατολική και Nότια Aσία: ~ Kεϋλάνης / Kίνας. ~ πράσινο / μαύρο. || ~ του βουνού, ποώδες φυτό που φυτρώνει στα ελληνικά βουνά. β. αρωματικό ρόφημα από βρασμένα φύλλα τσαγιού: Δυνατό / ελαφρύ ~. ~ με λεμόνι / με γάλα. Φλιτζάνι / κουταλάκι / σερβίτσιο / τραπεζομάντιλο του τσαγιού, ειδικά για να σερβίρουν τσάι. Παίρνω / πίνω το ~ μου. II. απογευματινή συνήθ. συγκέντρωση όπου προσφέρουν τσάι με βουτήματα και γλυκά: Είναι καλεσμένη σε ~.
τσαγάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. Iβ: Θα πιεις ένα ~; [τουρκ. çay < ρωσ. tšay (από τα κινέζικα)]