Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρώγλη η [tróγli] Ο30 : 1. σπηλιά που τη χρησιμοποιούν ως κατοικία. 2. χαρακτηρισμός σπιτιού μικρού, σε άθλια κατάσταση, ανήλιου και συχνά υπόγειου.
[λόγ. < αρχ. τρώγλη `ποντικοφωλιά, σπηλιά΄]