Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρύπωμα 1 το [trípoma] Ο49 : (οικ.) κρύψιμο, χώσιμο.
[τρυπώ(νω) 1 -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρύπωμα 2 το : I. πρόχειρο ράψιμο με αραιές βελονιές: Έκοψε το φόρεμα και το έχει έτοιμο για ~. II. άσπρη κλωστή ειδική για τρύπωμα: Γάζωσε τις ραφές και έβγαλε τα τρυπώματα. H μοδίστρα αγόρασε ~ και μασούρια.
[τρυπώ(νω) 2 -μα]