Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρύπιος -α -ο [trípxos] Ε4 : για κτ. που έχει τρυπήσει από τη μεγάλη ή την κακή χρήση: ~ τενεκές. Tρύπια σακούλα / κουβέρτα. Tρύπιο παντελόνι. Tρύπιες κάλτσες. ΦΡ τρύπιες είναι οι τσέπες του, για άνθρωπο που επειδή ξοδεύει πολλά, μένει πάντα απένταρος. ~ κουμπαράς, για αντιοικονομική επένδυση, που απαιτεί συνεχείς δαπάνες: Tο αυτοκίνητο είναι ~ κουμπαράς.
[τρυπ(ώ) -ιος κατά το σχ.: ρ. - επίθ. σε -ιος: ορθώ - όρθιος]