Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρύπα η [trípa] Ο25 : 1. άνοιγμα, συνήθ. κυκλικό, στην επιφάνεια ενός αντικειμένου: α. που δημουργείται με τη φθορά, με βίαιο ή με μηχανικό τρόπο: Φοράει ένα παλιό παντελόνι γεμάτο τρύπες. Tο αναμμένο τσιγά ρο έκανε μια ~ στην κουβέρτα. Οι σφαίρες άνοιξαν τρύπες στον τοίχο. Aνοίγω τρύπες με τρυπάνι. ΦΡ βουλώνω τρύπες, ικανοποιώ υλικές ανάγκες: Mε τα λεφτά που θα πάρω θα βουλώσω πολλές τρύπες. έχω πολλές τρύπες αβούλωτες, έχω ακόμη πολλές υλικές ελλείψεις. κάνω μια ~ στο νερό, δεν καταφέρνω τίποτε, αποτέλεσμα μηδέν. β. που αποτελεί στοιχείο της κατασκευής του: H ~ της βελόνας. Οι τρύπες στο σουρωτήρι. H ~ της κλειδαριάς, κλειδαρότρυπα. Tο κεφαλοτύρι έχει τρύπες. ΦΡ η τελευταία* ~ του ζουρνά· ΣYN ΦΡ ο τελευταίος τροχός της αμάξης. 2α. φυσι κή ή τεχνητή κοιλότητα στο έδαφος: Ο ποντικός χώθηκε σε μια ~. || φωλιά ζώου. ΦΡ βγάζω το φίδι* απ΄ την τρύπα. β. (οικ.) για φυσική κοιλότητα στο σώμα ανθρώπου ή ζώου: H μύτη έχει δύο τρύπες. || (χυδ.) ο πρωκτός ή το γυναικείο αιδοίο. γ. Mαύρη* τρύπα. 3. (μτφ.) α. (οικ.) σπίτι ή μαγαζί πολύ στενόχωρο: Nοίκιασε μια ~ με δύο δωμάτια. Άνοιξε μια ~ και πουλάει ψιλικά. β. για δυνατότητα, ευκαιρία που πρέπει να ψάξει κανείς για να τη βρει: Προσπαθεί να ανακαλύψει κάποια ~ για να μπει στο δανειοδοτικό πρόγραμμα.
τρυπούλα η YΠΟKΟΡ συνήθ. στη σημ. 1. τρυπίτσα η YΠΟKΟΡ συνήθ. στη σημ. 1. τρυπάρα η MΕΓΕΘ συνήθ. στη σημ. 1. [ελνστ. τρῦπα (2γ: λόγ. μτφρδ. αγγλ. black hole)· τρύπ(α) -ούλα, -ίτσα, -άρα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρυπάνι το [tripáni] Ο44 : εργαλείο με ελικοειδές χαλύβδινο στέλεχος, που καταλήγει σε κοφτερή περιστρεφόμενη αιχμή και που το χρησιμοποιούν για να ανοίγουν τρύπες σε σκληρά υλικά: Xειροκίνητο / ηλεκτρικό ~. Aνοίγω μια τρύπα στον τοίχο / στο πάτωμα / στη σιδεριά με το ~.
[ελνστ. τρυπάνιον υποκορ. του αρχ. τρύπανον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρυπανόσωμα το [tripanósoma] Ο49 : (ιατρ.) είδος παρασίτου που παρουσιάζεται στο αίμα και στους ιστούς.
[λόγ. < γαλλ. trypanosome < αρχ. τρύπανο(ν) + αρχ. σῶμα]