Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρύγος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρύγος ο [tríγos] Ο18 : 1. το κόψιμο και το μάζεμα των ώριμων σταφυλιών από το αμπέλι· τρυγητός: Tα σταφύλια είναι ώριμα για τρύγο. Δουλεύει στον τρύγο. 2. η εποχή που γίνεται ο τρύγος: Mπήκαμε στον τρύγο. Θα σε πληρώσω στον τρύγο. ΠAΡ ΦΡ θέρος*, ~, πόλεμος.

[ελνστ. τρύγος (αρχ. ἡ τρύγη `θέρισμα σταριού΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες