Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρόχισμα το [tróxizma] Ο49 : 1. η ενέργεια του τροχίζω· ακόνισμα1: Tο ~ του μαχαιριού. Tο ~ του δοντιού, με τον τροχό του οδοντιάτρου. 2. (μτφ., παρωχ.) ακόνισμα2.
[τροχισ- (τροχίζω) -μα]