Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρόχαλος ο [tróxalos] Ο20 : (λαϊκότρ.) α. σωρός από πέτρες. β. τοίχος από ξερολιθιά.
[αρχ. επίθ. τροχαλός `που τρέχει, στρογγυλός΄ υποχωρ. αναλ. προς άλλα ζευγάρια ουσ. - επίθ. με παρόμοιο τονικό σχ.: κάστανο - καστανός]