Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρόπιδα η [trópiδa] Ο28 : 1. ως ναυπηγικός όρος, το κατώτατο τμήμα του σκελετού του πλοίου, που εκτείνεται από την πλώρη έως την πρύμνη και που έχει συνήθ. τη μορφή μιας ή περισσότερων επάλληλων ξύλινων ή σιδερένιων δοκών· καρίνα. 2. (ζωολ.) πλατύ κόκαλο που υπάρχει στο θώρακα των πτηνών.
[λόγ. < αρχ. τρόπις, αιτ. -ιδα (στη σημ. 1)]