Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρόμπα
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρόμπα η [trómba] Ο25 : αντλία, κυρίως χειροκίνητη: Aνεβάζω το νερό στο σπίτι με ~. Φουσκώνω τα λάστιχα του ποδηλάτου με την ~. || (παρωχ.) ψεκαστήρας.

[παλ. σημ.: `μπουρού΄ < ιταλ. tromba]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρόμπα μαρίνα η [trómba marína] Ο25α : είδος τηλεβόα που το χρησιμοποιούν στα μικρά ιστιοφόρα.

[ιταλ. tromba marina]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρομπάρισμα το [trombárizma] Ο49 : η ενέργεια του τρομπάρω, η άντλη ση με τρόμπα.

[τρομπάρ(ω) -ισμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρομπάρω [trombáro] & τρομπέρνω [trombérno] Ρ6α : 1. αντλώ κάποιο υγρό ή αέριο με τρόμπα: Πήγε να τρομπάρει νερό. 2. (λαϊκ.) α. λέω ή κά νω ανοησίες. β. σπαταλώ άσκοπα το χρόνο μου: Tόσα χρόνια τρομπάρει, δε δουλεύει, είναι αργόσχολος.

[βεν. trombar -ω· τρομπ(άρω) μεταπλ. -έρνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρόμπας ο [trómbas] Ο3 : (λαϊκ.) α. ανόητος άνθρωπος. β. αυτός που σπαταλά άδικα το χρόνο του.

[τρόμπ(α) -ας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες