Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρωγλοδύτης 1 ο [troγloδítis] Ο10 θηλ. τρωγλοδύτισσα [troγloδítisa] Ο27 : 1. αυτός που ζει σε σπηλιές: Ο πρωτόγονος άνθρωπος ήταν ~. 2. σε σχή μα υπερβολής, αυτός που ζει σε μικρή, άθλια κατοικία.
[λόγ. εν. < ελνστ. πληθ. Τρωγλοδῦται (αρχ. Τρωγοδῦται) όν. αιθιοπικού λαού· λόγ. τρωγλοδύτ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρωγλοδύτης 2 ο : I. μικρό πουλί που μοιάζει με σπουργίτι· τρυποκάρυδο. II. (ζωολ., παρωχ.) χιμπαντζής.
[λόγ.: I: αρχ. τρωγλοδύτης· II: σημδ. αγγλ. troglodyte < αρχ. τρωγλοδύτης]