Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρυποκάρυδο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρυποκάρυδο το [tripokáriδo] Ο41 : είδος μικρού πουλιού με οξύ ράμφος· τρωγλοδύτης2I.

[τρυπ(ώ) -ο- + καρύδ(ι) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες