Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρυπητός -ή -ό [tripitós] Ε1 : που τον έχουν κατασκευάσει με τρύπες: Bγάζω τις πατάτες από το τηγάνι με την τρυπητή κουτάλα. Φοράει κάλτσες τρυπητές, δικτυωτές. || (ως ουσ.) το τρυπητό, σκεύος της κουζίνας, με τρύπες σε διάφορα μεγέθη, κατάλληλο για να σουρώνουν ή για να πολτοποιούν τροφές: Στραγγίζω τα μακαρόνια στο τρυπητό, σουρωτήρι. Περνώ τις πατάτες από το ~ για να τις κάνω πουρέ.
[αρχ. τρυπητός]