Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρυπητήρι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρυπητήρι το [tripitíri] Ο44 : α. αιχμηρό εργαλείο, κατάλληλο για να ανοίγουν μικρές τρύπες. β. (προφ.) διατρητής2.

[τρυπη- (τρυπώ) -τήρι (διαφ. το ελνστ. τρυπητήρ `τρυπημένο αγγείο΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες