Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρυπάνι το [tripáni] Ο44 : εργαλείο με ελικοειδές χαλύβδινο στέλεχος, που καταλήγει σε κοφτερή περιστρεφόμενη αιχμή και που το χρησιμοποιούν για να ανοίγουν τρύπες σε σκληρά υλικά: Xειροκίνητο / ηλεκτρικό ~. Aνοίγω μια τρύπα στον τοίχο / στο πάτωμα / στη σιδεριά με το ~.
[ελνστ. τρυπάνιον υποκορ. του αρχ. τρύπανον]