Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρυγώ [triγó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1α. μαζεύω τα ώριμα σταφύλια από το αμπέλι: ~ το αμπέλι / τα σταφύλια. β. παίρνω από την κυψέλη τις κηρήθρες που είναι γεμάτες μέλι: ~ το μελίσσι / τις κυψέλες. 2. (μτφ., λογοτ.) παίρνω από κπ. ή από κτ. ό,τι μου είναι χρήσιμο και το εκμεταλλεύομαι εξαντλητικά: Ο άνθρωπος του αιώνα μας τρύγησε αλόγιστα τη φύση.
[αρχ. τρυγῶ]