Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρυγόνι το [triγóni] Ο44 θηλ. τρυγόνα [triγóna] Ο25 : αποδημητικό πουλί, σαν μικρό περιστέρι, που έχει γκριζωπό φτέρωμα με κοκκινογάλαζες αποχρώσεις στο λαιμό· τουρτούρα 2. || (θηλ., μτφ., συναισθ.) προσφώνηση σε γυναίκα. ΦΡ μ΄ ένα σμπάρο* δυο τρυγόνια.
τρυγονάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό τρυγόνι. 2. (μτφ., πληθ.) για ζευγάρι πολύ πιστό και αγαπημένο· πιτσουνάκια. [ελνστ. τρυγόνιον υποκορ. του αρχ. τρυγών· τρυγόν(ι) -α]