Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρυγητής ο [trijitís] Ο7 πληθ. και τρυγητάδες θηλ. τρυγήτρα [trijítra] Ο25α : 1. εποχικός εργάτης που μαζεύει τα ώριμα σταφύλια από το αμπέλι. 2. (λαϊκότρ.) Tρυγητής, ο μήνας Σεπτέμβριος: Έφτασε ο Tρυγητής με τις βροχές του.
[ελνστ. τρυγητής (αρχ. τρυγητήρ)· τρυγη(τής) -τρα]