Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τροχοπέδη η [troxopéδi] Ο30 : 1. (λόγ.) το φρένο, κυρίως του τρένου. 2. (μτφ.) για κτ. που εμποδίζει ή επιβραδύνει την εξέλιξη μιας διαδικασίας, μιας κατάστασης: Οι αντιδραστικές δυνάμεις αποτελούν ~ στην κοινωνική πρόοδο. Tο κράτος πρέπει να είναι ο μοχλός και όχι η ~ της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
[λόγ.: 1: ελνστ. τροχοπέδη· 2: σημδ. του λαϊκού φρένο ή του γαλλ. frein]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τροχοπέδηση η [troxopéδisi] Ο33 : το φρενάρισμα, κυρίως στο τρένο.
[λόγ. τροχοπεδη- (τροχοπεδώ) -σις > -ση]