Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τροχαλία η [troxalía] Ο25 : τροχός με αυλακωτή περιφέρεια, από όπου περνάει ένα σκοινί που περιστρέφεται γύρω από άξονα· τον χρησιμοποιούν για να ανυψώνουν βαριά αντικείμενα. || ~ με ιμάντα, μηχανικό σύστημα για τη μετάδοση της κίνησης, του οποίου ο ένας τροχός μεταδίδει την περιστροφική κίνηση σε άλλον τροχό, με τη βοήθεια ενός ατέρμονα ιμάντα.
[λόγ. < αρχ. τροχαλία]