Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τροχίζω [troxízo] -ομαι Ρ2.1 : ΣYN ακονίζω. 1. οξύνω με τον τροχό ή με άλλο εργαλείο την κόψη ενός μεταλλικού οργάνου: ~ το ψαλίδι / τη λάμα του ξυραφιού. || ~ ένα δόντι, το λειαίνω με τον οδοντιατρικό τροχό. Tροχισμένο μαχαίρι. 2. (μτφ., παρωχ.) ακονίζω2.
[τροχ(ός)2δ -ίζω]