Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τροχήλατος -η -ο [troxílatos] Ε5 : που κινείται με τροχούς· τροχοφόρος: Tροχήλατο ατμόπλοιο. Tροχήλατο κάθισμα. || (ως ουσ.) το τροχήλατο, τραπέζι που κινείται με ρόδες.
[λόγ. < αρχ. τροχήλατος]