Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τροφικός -ή -ό [trofikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με την τροφή: Tροφική δηλητηρίαση, από αλλοιωμένες τροφές. || Tροφική αλυσίδα, η οποία σχηματίζεται από οργανισμούς που τρέφονται από άλλους και που στη συνέχεια γίνονται τροφή για άλλους. 2. (φυσιολ.) που έχει σχέση με τη θρέ ψη: Tροφικά νεύρα / κέντρα, που ρυθμίζουν τη θρέψη των ιστών. || (ιατρ.) Tροφικές διαταραχές, που οφείλονται σε κακή θρέψη.
[λόγ. < ελνστ. τροφικός `που αναθρέφει΄]