Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τροφαντός -ή -ό [trofandós] Ε1 : (οικ., λογοτ.) καλοθρεμμένος, μεστωμένος: ~ κόρφος. Tροφαντή γυναίκα. Tροφαντό λάχανο. Tροφαντά λιβάδια, με πλούσια βλάστηση.
[τουρκ. turfanda `πρώιμο λαχανικό΄ (από τα περσ.) εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ. επιθ., με μετάθ. του [r] και τροπή [u > o] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.]