Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τροποποιώ [tropopió] -ούμαι Ρ10.9 : αλλάζω κτ. συνήθ. στις λεπτομέρειές του, στα σημεία που δεν είναι ουσιώδη: Tο νέο διάταγμα τροποποιεί το παλαιό. Tροποποιήθηκαν τα σχέδια του σπιτιού.
[λόγ. τρόπ(ος) -ο- + -ποιώ μτφρδ. γαλλ. modifier]