Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τροπολογία η [tropolojía] Ο25 : (για νόμο, διάταξη, άρθρο, καταστατικό κτλ.) αλλαγή στις λεπτομέρειες ή στη διατύπωση: Οι βουλευτές της πλειοψηφίας τάσσονται εναντίον της τροπολογίας που προτείνει η αντιπολίτευση. Tο νομοσχέδιο ψηφίστηκε χωρίς ουσιαστικές τροπολογίες.
[λόγ. τρόπ(ος) -ο- + -λογία απόδ. γαλλ. modification & συν. amendement (διαφ. το ελνστ. τροπολογία `αλληγορική έκφραση΄)]