Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τροπολογία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τροπολογία η [tropolojía] Ο25 : (για νόμο, διάταξη, άρθρο, καταστατικό κτλ.) αλλαγή στις λεπτομέρειες ή στη διατύπωση: Οι βουλευτές της πλειοψηφίας τάσσονται εναντίον της τροπολογίας που προτείνει η αντιπολίτευση. Tο νομοσχέδιο ψηφίστηκε χωρίς ουσιαστικές τροπολογίες.

[λόγ. τρόπ(ος) -ο- + -λογία απόδ. γαλλ. modification & συν. amendement (διαφ. το ελνστ. τροπολογία `αλληγορική έκφραση΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες