Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τροπισμός ο [tropizmós] Ο17 : (βοτ.) κίνηση προσανατολισμού των φυτικών οργανισμών, που προκαλείται από κάποιο ερέθισμα: Θετικός ~, όταν κατευθύνεται προς το ερέθισμα. Aρνητικός ~, όταν είναι αντίθετος προς το ερέθισμα.
[λόγ. < γαλλ. tropisme < αρχ. τρόπ(ος) στη σημ.: `στροφή΄ -isme = -ισμός]