Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τροπικός 1 -ή -ό [tropikós] Ε1 : 1. (αστρον., γεωγρ.) που έχει σχέση με τις τροπές του ήλιου, με τα ηλιοστάσια: Tροπικοί κύκλοι, καθένας από τους δύο νοητούς κύκλους της ουράνιας και αντίστοιχα της γήινης σφαίρας, που είναι παράλληλοι προς τον ισημερινό και βρίσκονται σε απόσταση 23Φ 27' βόρεια και νότια από αυτόν. Tροπική ζώνη, η ζώνη της γήινης σφαίρας που εκτείνεται βόρεια και νότια του ισημερινού έως τους δύο τροπικούς κύκλους και όπου επικρατεί υπερβολική ζέστη· διακεκαυμένη ζώνη. || Tροπικές χώρες, που βρίσκονται κοντά στον ισημερινό. Tροπικό έτος*. || (ως ουσ.): Ο ~ του Kαρκίνου* / του Aιγόκερου*. 2α. που έχει σχέ ση με τις τροπικές χώρες, που βρίσκεται κοντά στον ισημερινό, ανάμεσα στους δύο τροπικούς κύκλους: Tροπική βλάστηση. Tροπικά φυτά. Tροπικές βροχές. Tροπικό κλίμα, πολύ θερμό και υγρό. || (ως ουσ.) οι τροπικοί, η ζώνη, η περιοχή που βρίσκεται ανάμεσα στους τροπικούς κύκλους: Ο ήλιος των τροπικών. β. για κτ. που έχει τα χαρακτηριστικά των τροπικών χωρών: Tροπική ζέστη, πολύ μεγάλη. Tροπική βλάστηση, πολύ πυκνή.
[λόγ.: 1: αρχ. τροπικός (ενν. κύκλος)· 2: σημδ. γαλλ. tropique, tropical (< υστλατ. tropicus < αρχ. τροπικός)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τροπικός 2 -ή -ό : (γραμμ.) που εκφράζει τον τρόπο: Tο “πώς” είναι τροπικό επίρρημα.
[λόγ. τρόπ(ος) -ικός μτφρδ. γερμ. Modal(adverb) (διαφ. το ελνστ. τροπικός `αλληγορικός΄)]