Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τροπαιούχος -α -ο [tropeúxos] Ε4 : θριαμβευτής, τροπαιοφόρος, συνήθ. στην έκφραση γυρίζω νικητής και ~, από μια μάχη, έναν αγώνα, μια προσπάθεια.
[λόγ. < ελνστ. τροπαιοῦχος]