Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τροπαιοφόρος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τροπαιοφόρος -α -ο [tropeofóros] Ε4 : που έχει θριαμβεύσει σε έναν αγώνα· τροπαιούχος.

[λόγ. < ελνστ. τροπαιοφόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες