Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τροπή η [tropí] Ο29 : 1. (με αφηρ. ουσ.) αλλαγή του τρόπου με τον οποίο εξελίσσεται κτ.: Kανείς δεν ξέρει ποια ~ θα πάρουν τα γεγονότα. H υπόθεση / η συζήτηση πήρε καλή / άσχημη ~. 2. μετατροπή ενός αριθμού ή ενός φθόγγου σε άλλο ισοδύναμο: ~ ακεραίου σε κλάσμα. H ~ του άτονου [o] σε [u] στα βόρεια νεοελληνικά ιδιώματα. 3. (αστρον.) καθένα από τα σημεία της εκλειπτικής στα οποία ο ήλιος φαίνεται να αλλάζει φορά από το ένα ημισφαίριο στο άλλο· ηλιοστάσιο.
[λόγ. < αρχ. τροπή]