Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρομοκρατώ [tromokrató] -ούμαι Ρ10.9 : 1. χρησιμοποιώ βίαια ή καταπιεστικά μέσα για να επιβληθώ σε ένα σύνολο: Οι κατακτητές τρομοκρατούσαν τους πολίτες με τις καθημερινές συλλήψεις. 2. προκαλώ σε κπ. μεγάλη ανησυχία ή φόβο: Ο μαθητής τρομοκρατήθηκε μόλις άκουσε ότι θα γράψει διαγώνισμα. Ο κόσμος είναι τρομοκρατημένος από την άνοδο του πληθωρισμού. Tον έχει τρομοκρατήσει το ενδεχόμενο ενός νέου πολέμου.
[λόγ. τρομοκράτ(ης) -ώ]