Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρομοκρατικός -ή -ό [tromokratikós] Ε1 : που έχει σχέση με την τρομοκρατία ή με τους τρομοκράτες: Tρομοκρατική ενέργεια / μέθοδος. Tρομοκρατικά μέσα. Tρομοκρατική οργάνωση / ομάδα.
τρομοκρατικά ΕΠIΡΡ: Ομάδες που δρουν ~. [λόγ. τρομοκράτ(ης) -ικός]