Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρομοκράτης ο [tromokrátis] Ο10 θηλ. τρομοκράτισσα [tromokrátisa] Ο27 : μέλος πολιτικής οργάνωσης που χρησιμοποιεί την τρομοκρατία ως μέσο δράσης. || άνθρωπος που, για να επιβληθεί στους άλλους, καταφεύγει σε απειλές και βιαιότητες.
[λόγ. τρόμ(ος) -ο- + -κράτης απόδ. γαλλ. terroriste· λόγ. τρομοκρά(της) -ισσα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρομοκράτηση η [tromokrátisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τρομοκρατώ: H ~ της υπαίθρου από ληστρικές ομάδες. H ~ των μαθητών με την απειλή της αποβολής, εκφοβισμός.
[λόγ. τρομοκρατη- (τρομοκρατώ) -σις > -ση]