Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρομαγμένος -η -ο [tromaγménos] Ε3 μππ. του τρομάζω : που έχει τρομάξει, που τον έχουν τρομάξει: Tα τρομαγμένα μάτια των παιδιών που ζητούν βοήθεια.
τρομαγμένα ΕΠIΡΡ: Mε κοίταζε ~. [μππ. του τρομάζω]