Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρομαγμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρομαγμένος -η -ο [tromaγménos] Ε3 μππ. του τρομάζω : που έχει τρομάξει, που τον έχουν τρομάξει: Tα τρομαγμένα μάτια των παιδιών που ζητούν βοήθεια. τρομαγμένα ΕΠIΡΡ: Mε κοίταζε ~.

[μππ. του τρομάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες