Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τροβαδούρος ο [trovaδúros] & τρουβαδούρος ο [truvaδúros] Ο18 : 1. ποιητής που γύριζε τις αυλές των ηγεμόνων στη Δυτική Ευρώπη κατά το Mεσαίωνα και τραγουδούσε ιπποτικά και ερωτικά τραγούδια. 2. τραγουδιστής συνήθ. ρομαντικών και ερωτικών τραγουδιών: Οι τροβαδούροι της παλιάς Aθήνας. Ο Tσιτσάνης, ο λαϊκός ~.
[λόγ. < γαλλ. troubadour -ος (ορθογρ. δαν.) και τροπή [u > o] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.]