Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριώροφος -η -ο [triórofos] Ε5 : που έχει τρεις ορόφους· τρίπατος: α. Tριώροφη οικοδομή. Tριώροφη μονοκατοικία. || (επέκτ.) Tριώροφη τούρ τα, τρεις τούρτες, η μία επάνω από την άλλη. β. (ως ουσ.) το τριώροφο, σπίτι: Mένει στο ισόγειο ενός τριωρόφου.
[λόγ. < αρχ. τριώροφος]