Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριχοφυΐα η [trixofiía] Ο25 : το φύτρωμα των τριχών: Ο άντρας παρουσιάζει αυξημένη ~ σε ορισμένα μέρη του σώματός του. H εμφάνιση της τριχοφυΐας στην ήβη.
[λόγ. < ελνστ. τριχοφυΐα]