Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριχοειδής -ής -ές [trixoiδís] Ε10 : που είναι εξαιρετικά λεπτός, όμοιος με τρίχα. α. (ανατ.) τριχοειδή αγγεία, λεπτότατα αιμοφόρα αγγεία που ενώνουν τις τελικές διακλαδώσεις των αρτηριών με τις αρχικές των φλεβών. || (ιατρ.) ~ αιμορραγία, που την προκαλεί η ρήξη τριχοειδούς αγγείου. β. (φυσ.) τριχοειδή φαινόμενα, που παρατηρούνται όταν τα υγρά έρθουν σε επαφή με τα τοιχώματα τριχοειδών σωλήνων.
[λόγ. < αρχ. τριχοειδής]