Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριχιά η [trixá] Ο24 : σκοινί τρίχινο και αρκετά χοντρό. || (επέκτ.) χοντρό σκοινί. ΦΡ κάνει την τρίχα* ~.
[ελνστ. τριχία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]