Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριχίδιο το [trixíδio] Ο40 : (βοτ.) καθεμιά από τις πολύ λεπτές τρίχες που φυτρώνουν στην επιφάνεια της ρίζας και απορροφούν από το έδαφος τα θρεπτικά συστατικά: Aπορροφητικά / ριζικά τριχίδια.
[λόγ. τριχ- (δες τρίχα) -ίδιον απόδ. γαλλ. poils (absorbents) (διαφ. το ελνστ. τριχίδιον `σαρδέλα γεμάτη κόκαλα σαν τρίχες΄)]