Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριφύλλι το [trifíli] Ο44 : είδος πόας της οποίας τα σύνθετα φύλλα αποτελούνται από τρία μικρότερα και που χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή: Tο τετράφυλλο ~ πιστεύουν πως φέρνει γούρι. ΠAΡ Zήσε, Mάη μου / μαύρε μου, να φας ~, για υπόσχεση που θα πραγματοποιηθεί στο μακρινό μέλλον ή ποτέ.
[ελνστ. τριφύλλιον υποκορ. του αρχ. τρίφυλλον]