Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τριφτός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριφτός -ή -ό [triftós] Ε1 : 1. για γλυκό του κουταλιού που γίνεται από ψιλοκομμένα φρούτα: Kυδώνι τριφτό. 2. που γίνεται με τρίψιμο: ~ σοβάς. Tριφτή ζύμη.

[αρχ. τριπτός με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες