Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριφασικός -ή -ό [trifasikós] Ε1 : (ηλεκτρολ.) 1. Tριφασικό ρεύμα, που είναι συνδυασμός τριών εναλλασσόμενων μονοφασικών ρευμάτων. || (ως ουσ.) το τριφασικό, το τριφασικό ρεύμα. 2α. που παράγει τριφασικό ρεύ μα: Tριφασική γεννήτρια. β. που λειτουργεί με τριφασικό ρεύμα: ~ κινητήρας.
[λόγ. τρι- 1 + φάσ(ις) -ικός μτφρδ. αγγλ. three-phase ή γαλλ. triphasé (tri- = τρι- 1)]