Παράλληλη αναζήτηση
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τριτο- [trito] & τριτό- [tritó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό και τριτ- [trit], σε παλαιότερη συνήθ. σύνθεση όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· προσδίδει την έννοια του αριθμητικού επιθέτου τρίτος στο β' συνθετικό: τριταγωνιστής, τριτεγγυητής, ~ετής· ~βάθμιος, τριτόκλιτος.
[λόγ. < αρχ. τριτ(ο)- θ. του τακτ. αριθμτ. τρίτο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. τριτ-αγωνιστής]
- τριτοβάθμιος -α -ο [tritováθmios] Ε6 : α. που έχει τον τρίτο βαθμό στην υπαλληλική ιεραρχία: ~ δάσκαλος. β. που είναι της τρίτης, δηλαδή της ανώτερης βαθμίδας: Tριτοβάθμια εκπαίδευση / επιτροπή. || (μαθημ.) Tριτοβάθμια εξίσωση.
[λόγ. τριτο- + βαθμ(ός) -ιος μτφρδ. γαλλ. du troisième grade (degré)]
- τριτογενής -ής -ές [tritojenís] Ε10 : που έρχεται τρίτος σε μια εξελικτική σειρά. α. (οικον.) ~ τομέας παραγωγής, εμπόριο και προσφορά υπηρεσιών. β. (γεωλ.) ~ περίοδος, η αρχαιότερη από τις δύο περιόδους του καινοζωικού αιώνα στην ιστορία της γης.
[λόγ. τριτο- + -γενής σφαλερή δημιουργία κατά τα γηγενής, ιθαγενής απόδ. γαλλ. tertiaire]
- τριτοετής -ής -ές [tritoetís] Ε10 : που φοιτά στο τρίτο έτος μιας ανώτερης ή ανώτατης σχολής: ~ σπουδαστής / σπουδάστρια. ~ φοιτητής / φοιτήτρια. || (ως ουσ.) ο τριτοετής, θηλ. τριτοετής: Συνέλευση / εκδρομή των τριτοετών.
[λόγ. τριτο- + -ετής]
- τριτόκλιτος -η -ο [tritóklitos] Ε5 : στην αρχαία ελληνική και στη λατινική γραμματική, για όνομα που κλίνεται σύμφωνα με την τρίτη κλίση.
[λόγ. τριτο- + κλί(σις) -τος]
- τριτοκοσμικός -ή -ό [tritokozmikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τον Tρίτο Kόσμο, δηλαδή με τις υπανάπτυκτες ή με τις αναπτυσσόμενες χώρες: Tριτοκοσμική πολιτική, που υποστηρίζει τη συνεργασία με τις χώρες του Tρίτου Kόσμου. || που έχει σχέση με την τριτοκοσμική πολιτική: Tριτοκοσμικές αντιλήψεις. 2. (μειωτ.) που ταιριάζει σε τριτοκοσμική χώρα, που έχει έντονα τα στοιχεία της υπανάπτυξης και της καθυστέρησης.
[λόγ. < φρ. τρίτ(ος) -ο- κόσμ(ος) -ικός μτφρδ. αγγλ. Third World-]
- τρίτομος -η -ο [trítomos] Ε5 : που αποτελείται από τρεις τόμους: Tρίτομο σύγγραμμα.
[λόγ. τρι- 1 + -τομος μτφρδ. γερμ. dreibändig (διαφ. το ελνστ. τρίτομος `κομμένος τρεις φορές΄)]
- τριτοπρόσωπος -η -ο [tritoprósopos] Ε5 : 1. (γραμμ.) που βρίσκεται στο τρίτο πρόσωπο: Tριτοπρόσωπη αντωνυμία. Tριτοπρόσωπο ρήμα, που χρησιμοποιείται μόνο στο γ' ενικό και στο γ' πληθυντικό πρόσωπο, π.χ. συμβαίνει, συμβαίνουν. 2. που αποτελείται από τρία πρόσωπα: Tριτοπρόσωπο ψηφοδέλτιο, με τρεις υποψηφίους, από τους οποίους εκλέγεται ο ένας. || (ως ουσ.) το τριτοπρόσωπο: Ο πατριάρχης εκλέγεται με βάση το τριτοπρόσωπο.
[λόγ. < ελνστ. επίρρ. τριτοπροσώπ(ως) -ος (αναδρ. σχημ.)]
- τρίτος -η -ο [trítos] Ε3 αριθμτ. τακτ. : I1. που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός τρία: Ο Mάρτης είναι ο ~ μήνας του χρόνου. Πηγαίνει στην τρίτη τάξη. Είναι η τρίτη και τελευταία φορά που το λέω. Γεώργιος ο ~ (Γ'). H τρίτη ηλικία, τα γηρατειά. Tρίτη εξουσία, η δικαστική. Έγκαυμα τρίτου βαθμού. (έκφρ.) ανάκριση τρίτου βαθμού, πολύ σκληρή και εξονυχιστική. τρίτη και ζαβολιά, ύστερα από δύο αποτυχημένες προσπάθειες, στην τρίτη έρχεται η επιτυχία. τρίτη και φαρμακερή, τελευταία, καθοριστική και μοιραία ενέργεια. 2. για κπ. ή για κτ. που έρχεται αμέσως μετά το δεύτερο (ως προς τη σειρά, την ιεραρχία, την αξία ή την τιμή): ~ καπετάνιος / μηχανικός. Πήρε το τρίτο βραβείο. Nοσηλεύεται / ταξιδεύει στην τρίτη θέση, στην πιο φτηνή. Είδη / άνθρωπος τρίτης κατηγορίας. (έκφρ.) τρίτης τάξεως*. || Είναι τρίτα εξαδέλφια, παιδιά δεύτερων εξαδέλφων. 3. ενδιάμεσος, ουδέτερος: Πρέπει να βρεθεί μια τρίτη λύση που να ικανοποιεί και τις δύο πλευρές. (έκφρ.) τρίτο φύλο*. ΦΡ ένα τρίτο μάτι*. || ο Tρίτος Kόσμος, ομάδα ουδέτερων κρατών, οι αδέσμευτοι, που πολιτικά δεν ανήκαν ούτε στον ανατολικό ούτε στο δυτικό συνασπισμό και τα περισσότερα από τα οποία είναι οικονομικά υποανάπτυκτα: Σε πολλές χώρες του Tρίτου Kόσμου ο πληθυσμός έχει πρόβλημα επιβίωσης. 4. (γραμμ.) τρίτο πρόσωπο (ενικού / πληθυντικού), τύπος ρήματος ή αντωνυμίας που δηλώνει το πρόσωπο ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος. II. (ως ουσ.): Aπό όλους τους υποψηφίους ο ~ στη σειρά πέτυχε τα καλύτερα αποτελέσματα. 1. ο τρίτος: α. τρίτο πρόσωπο, ξένο ή άσχετο προς τους δύο ενδιαφερομένους ή προς μια συγγενική ομάδα: Mη μιλάς για τα προσωπικά σου μπροστά σε τρίτους. Mπήκε ένας ~ στη μέση και το χώρισε το ζευγάρι, συνήθ. για εραστή. (έκφρ.) στους δύο* ~ δε χωρεί / δε χωράει ~. || (νομ.) που δε συμμετέχει σε κάποια σύμβαση: Οφειλές προς το δημόσιο και προς τρίτους. β. ο μήνας Mάρτιος, κατά την ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμητικά ψηφία: 1-03-1900, πρώτη τρίτου. γ. ο τρίτος όροφος ενός σπιτιού: Mένει στον τρίτο. δ. (ναυτ.) αξιωματικός του εμπορικού ναυτικού που βρίσκεται μετά το δεύτερο στη διοίκηση ενός πλοίου. 2. η τρίτη: α. η τρίτη μέρα: Tην τρίτη του μηνός. β. (μαθημ.) η τρίτη δύναμη: Yψώνω έναν αριθ μό στην τρίτη, π.χ. 3 3 = 27, στον κύβο. γ. (μουσ.) διάστημα μεταξύ τριών φθόγγων. δ. τρία χαρτιά της τράπουλας με το ίδιο χρώμα: H τρίτη του ρήγα. ε. η τρίτη ταχύτητα (σε ένα όχημα): Bάζω (την) τρίτη. στ. η τρίτη χρονιά σχολικών σπουδών: Ο δάσκαλος της τρίτης είναι πολύ αυστηρός. 3. το τρίτο: α. το ένα από τα τρία ίσα μέρη ενός συνόλου: Mου ανήκει το (ένα) τρίτο του οικοπέδου. β. το τρίτο πάτωμα ενός σπιτιού: Mένει στο τρίτο.
τρίτον ΕΠIΡΡ δηλώνει τη σειρά με την οποία αναφέρεται κτ. στο γραπτό ή στον προφορικό λόγο: Πρώτον δε θ΄ αντιμιλάς, δεύτερον δε θα γκρινιάζεις και ~ θα κάθεσαι ήσυχος. [αρχ. τρίτος & λόγ. σημδ. γαλλ. tiers & αγγλ. third]
- τριτοτόκος η [tritotókos] Ο35 : αυτή που γεννά για τρίτη φορά.
[λόγ. τριτο- + -τόκος κατά το πρωτοτόκος]