Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριτανακοπή η [tritanakopí] Ο29 : (νομ.) ένδικο μέσο με το οποίο ένα τρί το πρόσωπο προσβάλλει μια δικαστική απόφαση που αφορά άλλους διαδίκους, ζημιώνει όμως τον ίδιο.
[λόγ. τριτ(ο)- + ανακοπή μτφρδ. γαλλ. tierce opposition]