Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριτάξιος -α -ο [tritáksios] Ε6 : για σχολείο που έχει τρεις τάξεις· (πρβ. τριθέσιος): Tο γυμνάσιο είναι τριτάξιο. Σε μικρά χωριά λειτουργούσαν τριτάξια δημοτικά, όχι πλήρη.
[λόγ. τρι- 1 + τάξ(ις) -ιος]